- αμετατόπιστος
- η , ο [ος , ον ] не перемещённый, не сдвинутый с места; остающийся неподвижным
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμετατόπιστος — η, ο [μετατοπίζω] αυτός που δεν μετατοπίστηκε ή δεν είναι δυνατό να μετατοπιστεί, ο αμετακίνητος … Dictionary of Greek
αμετατόπιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε μετατοπίστηκε ή δεν μπορεί να μετατοπιστεί, αμετακίνητος: Η πέτρα ήταν μεγάλη και αμετατόπιστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδίωκτος — η, ο (Μ ἀδίωκτος, ον) [διώκω] νεοελλ. (συνήθως δικαστ.) αυτός που δεν υφίσταται ή δεν έχει υποστεί δίωξη* μσν. αυτός που δεν απομακρύνεται ή δεν αποβάλλεται, αμετατόπιστος, αμετακίνητος … Dictionary of Greek
αμετακίνητος — η, ο (Α ἀμετακίνητος, ον) αυτός που δεν μετακινείται ή δεν είναι δυνατό να αλλάξει θέση, να μετακινηθεί, αμετατόπιστος, μόνιμος, σταθερός νεοελλ. νωθρός, δυσκίνητος αρχ. φρ. «ἀμετακινήτως ἔχω», στέκομαι ακίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μετακινῶ] … Dictionary of Greek
ανεπίστροφος — η, ο (AM ἀνεπίστροφος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει ή δεν πρόκειται να επιστραφεί (για χρήματα) μσν. πείσμων, αμετατόπιστος αρχ. μσν. εκείνος που δεν γυρίζει προς τα πίσω αρχ. ο αμελής, ο αδιάφορος … Dictionary of Greek
αμετάθετος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε μετακινείται, αμετατόπιστος: Ο πίνακας αυτός χρόνια τώρα είναι αμετάθετος. 2. (για υπαλλήλους), αυτός που μένει στη θέση του: Όλα του τα χρόνια υπηρέτησε αμετάθετος στον τόπο του. 3. το ουδ. ως ουσ., το αμετάθετο η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)